- χλωροφορμιούχος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. αυτός που περιέχει χλωροφόρμιο2. φρ. α) «χλωροφορμιούχα έλαια» — διαλύματα χλωροφορμίου σε έλαια, χρησιμοποιούμενα σε εντριβές ως παυσίποναβ) «χλωροφορμιούχο ύδωρ» — υδατικό διάλυμα τού χλωροφορμίου, χορηγούμενο εσωτερικά ως παυσίπονο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροφόρμιο + -ούχος* (< έχω)].
Dictionary of Greek. 2013.